-
1 μεταλλεύοντες
μεταλλεύωget by mining: pres part act masc nom /voc pl -
2 μεταλλεύω
A get by mining, ;χρυσοῖο γενέθλην D.P.1114
:—[voice] Pass., to be got by mining, of metals, Pl.Plt. 288d, Arist.Mete. 378a27, Pol. 1258b32.2abs., mine,οἱ μεταλλεύοντες Ph.Bel.99.13
, D.S.5.37, Luc. Cont.11; Λαμψακηνοῖς μ. work in mines for the L., Polyaen.2.1.26 (- ηνοί codd., i. e. condemn to labour in mines): c. acc. cogn.,πᾶν μεταλλεύων γνύθος Lyc.485
.3 carry on mining operations, of besiegers, D.S. 18.70: also c. acc. cogn.,μ. τὰς ὑπονόμους σήραγγας D.H.4.44
, cf. Polyaen.7.11.5.II = μεταλλάσσω, pervert,ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μ. νοῦν ἄκακον LXX Wi.4.12
:—[voice] Pass., to be converted, εἰς πάντα ib.16.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλεύω
См. также в других словарях:
μεταλλεύοντες — μεταλλεύω get by mining pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλεύω — (ΑM μεταλλεύω) ανασκάπτω μεταλλείο, εξορύσσω μετάλλευμα, εξάγω από τη γη μέταλλο («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ) νεοελλ. μσν. (ενεργ. και μέσ.) εκμεταλλεύομαι μεταλλεία ή μεταλλοφόρα στρώματα αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον να εργάζεται … Dictionary of Greek